- μεταφραστής
- ο, θηλ. -άστρια (ΑΜ μεταφραστής και μεταφράστης) [μεταφράζω]1. αυτός που αποδίδει προφορικό ή γραπτό λόγο με άλλο φραστικό τρόπο ή σε άλλο λεκτικό ύφος, εξηγητής, ερμηνευτής, μεταγλωττιστής2. το πρόσωπο που μεταφέρει προφορικό ή γραπτό λόγο από μία γλώσσα σε άλληνεοελλ.1. (σχετικά με προφορικό λόγο) διερμηνέας2. κυβερν. συσκευή η οποία δέχεται ένα σήμα εισόδου υπό μορφή ενός φυσικού μεγέθους, λ.χ. ηλεκτρικού ρεύματος, και παράγει ένα σήμα εξόδου υπό μορφή ενός άλλου φυσικού μεγέθους, λ.χ. μηχανικής κίνησης3. (μηχανογρ.) συσκευή η οποία δέχεται τις διάτρητες καρτέλες τής μηχανογράφησης και μεταφέρει σε γραπτό κείμενο το μήνυμα που συμβολίζει η διάτρηση τους4. βασικό πρόγραμμα τών ηλεκτρονικών υπολογιστών το οποίο μεταφράζει ένα πρόγραμμα από μια γλώσσα προγραμματισμού σε άλλη και ειδικότερα σε γλώσσα μηχανής5. φρ. «τηλεγραφικός μεταφραστής»(επικοιν.) συσκευή προσαρμοσμένη σε τηλεγραφικό δέκτη η οποία δέχεται το τηλεγραφικό σήμα και τό εκτυπώνει στο χαρτί υπό μορφή κειμένουμσν.-αρχ.αυτός που παραφράζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταφράζωΟ τ. μεταφράστης < μετ(α)- + φράστης (< φράζω) πρβλ. σκινδαλαμο-φράστης].
Dictionary of Greek. 2013.